- ἐγγήραμα
- ἐγγήρᾱμα , ἐγγήραμαemployment for old ageneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγγήραμα — ἐγγήραμα, το (Α) απασχόληση στα γηρατιά … Dictionary of Greek